ρητηρ

ρητηρ
    ῥητήρ
    -ῆρος ὅ [εἴρω II]
    1) повествователь, рассказчик
    

(μύθων Hom.)

    2) оратор, вития Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ρητηρ" в других словарях:

  • ῥητήρ — speaker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρ' — ῥητῆρα , ῥητήρ speaker masc acc sg ῥητῆρι , ῥητήρ speaker masc dat sg ῥητῆρε , ῥητήρ speaker masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρητήρ — ῆρος, ό, Α 1. ο ρήτορας 2. φρ. «ῥητὴρ δικῶν» συνήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε (βλ. λ. είρω (ΙΙ)], με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το β φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, ῥῆμα, ῥητός) + επίθημα τήρ (πρβλ. κλη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ῥητῆρα — ῥητήρ speaker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρας — ῥητήρ speaker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρες — ῥητήρ speaker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρος — ῥητήρ speaker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρσι — ῥητήρ speaker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρσιν — ῥητήρ speaker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητήρων — ῥητήρ speaker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЖРЕЦЫ —    • Sacerdōtes,          ι̉ερει̃ς. А) У греков Ж. были настоящими органами религиозного культа, они вводили и поддерживали общение людей с богами, совершая на священных местах, в храмах и на алтарях богослужебные обряды, а именно: молитвы и… …   Реальный словарь классических древностей


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»